ισοζυγίζω

ισοζυγίζω
και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω)
κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω
νεοελλ.
1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ
2. ισοφαρίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος, ενώ ο τ. ἰσοζυγιάζω < ἰσοζυγῶ + κατάλ. -ιάζω. Η λ. ἰσοζυγίζω μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισοζυγίζω — ισοζύγισα, και ισοζυγιάζω ισοζύγιασα 1. μτβ., ισορροπώ. 2. αμτβ., βρίσκομαι σε ισορροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοζυγώ — (Α ἰσοζυγῶ, έω) [ισόζυγος] κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζω νεοελλ. έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο 2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο …   Dictionary of Greek

  • ισοσταθμίζω — 1. κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τά φέρνω σε ισορροπία μεταξύ τους, ισοζυγίζω 2. (αμτβ.) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόσταθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] …   Dictionary of Greek

  • ρηγλιάζω — Α [ρῆγλα] ισοζυγίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”